Δουλειές του κεφαλιού/ “jobs” of the head

En Follows


Από μικρή είχε καταλάβει πως το χρήμα είναι πολύ σημαντικό στη ζωή των μεγάλων.

Θυμόταν τις απενταριές της  μάνας της, τις νερόβραστες φακές, τις ώρες που εκείνη έφευγε για να πάει να βγάλει τα προς το ζην και έμενε κλειδωμένη με τα αδέρφια της στο δυαράκι στα Πατήσια.

Ο πατέρας απών, συνήθως, εμφανιζόταν σε εκείνο το σπίτι της τρέλας στα Πατήσια, για να αφήσει λίγα χρήματα και να ξαναεξαφανιστεί, στη δική του μαγική στρατόσφαιρα.

Ναι, ήταν μικρή όταν κατάλαβε πως τα λεφτά χρειάζονται.

Αργότερα, στα 10 της περίπου, κατάλαβε επίσης πως το να κλέβεις, δεν είναι δα και τόσο κακό, όταν δεν έχεις να φας.  Πράγμα που πολύ αργότερα θυμόταν όταν στο μάθημα του Κοινωνικού Δικαίου, η καθηγήτρια  τόνιζε τη φράση του Μακιαβέλλι:  Η δύναμη είναι δίκαιη, όταν είναι αναγκαία ή αλλιώς: Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Όταν λοιπόν, καταλάβαιναν πως  ο πατέρας θα πάει ταξίδι και θα μείνουν μόνες τους, πάλι, χωρίς κάποιον να μαγειρέψει, χωρίς κάποιον να τις φροντίσει, έπεφταν στις τσέπες του όταν κοιμόταν για να πάρουν λίγα χρήματα και να έχουν να φάνε όταν εκείνος έλειπε. Γιατί τότε, έμεναν μαζί του. Καμιά φορά ερχόταν και η μητέρα τους να τις δει, αλλά εκείνος την έδιωχνε συνέχεια κι εκείνη, όμως, πάντα έβρισκε τρόπο να στείλει τρόφιμα στα κορίτσια. Ήταν πολυμήχανη και καπάτσα.

Η μητέρα της υπέφερε από παιδικά τραύματα και κακοποίηση. Αργότερα της κόλλησε ο εθισμός στις αγορές και πολύ αργότερα, έγινε αρρώστια που τη βασάνισε χρόνια στο κεφάλι της και την έστειλε στο τέλος στη φυλακή.

Από που ξεκίνησε? Α ναι. Η μάνα της ήταν πάρα πολύ καπάτσα. Όπου και να την έβαζες, θα έβρισκε τρόπο να σταθεί και να επιβιώσει. Έτσι μεγάλωσε και τα παιδιά της. Με το ένστικτο.

Γι αυτό και τα 4 παιδιά, έγιναν οδοστρωτήρες, αφού κατάφεραν να φτιάξουν όπως όπως τις ζωές τους, μέσα στα συντρίμμια.

Η πρώτη της δουλειά ήταν η φροντίδα μιας ηλικιωμένης, όταν ήταν 16 χρονών,της κυρίας Πίτσι η οποία έμενε στο γηροκομείο που δούλευε η μάνα της τότε.

Η κυρία Πίτσι λοιπόν, ήταν μια κυρία 90 ετών, με κάτασπρα μαλλιά σα μετάξι και μάτια μπλε, του ωκεανού. Είχε πάντα 2 ρόμπες που συνάλλαζε, μια ροζ απαλό και μια άλλη, βιολετί με λουλουδάκια  στο πέτο.

Είχε έρθει στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη όταν ήταν πολύ νέα. Για να παντρευτεί έναν ευκατάστατο νέο και να κάνει μια μεγάλη οικογένεια. Της άρεσε πολύ να ακούει μουσική και γι αυτό, όταν πλησίαζε η ώρα της αγαπημένης της μουσικής εκπομπής, την περίμενε να έρθει με ανυπομονησία, καθόταν δίπλα στη μπαλκονόπορτα, μπροστά από την τηλεόραση και κοίταζε συνεχώς τις σκάλες, να τη δεί να ανεβαίνει.

Εκείνη ανέβαινε, στην ώρα της και καθόταν ήσυχα ήσυχα δίπλα της, η κυρία Πίτσι, έγερνε τότε το κεφάλι της στον ώμο της κι εκείνη της χάιδευε τα μαλλιά. Μετά η κυρία Πίτσι, άρχισε να λέει ιστορίες από την Πόλη και από τα νεανικά της χρόνια κι εκείνη, την άκουγε σα σφουγγάρι, με ενδιαφέρον και αγωνία για τη συνέχεια, την επόμενη μέρα και την επόμενη και ξανά.

Δεν της άρεσε που η κυρία Πίτσι έμενε σε αυτό το τρελάδικο που φερόντουσαν σε όλους  τους ηλικιωμένους σα είναι σκουπίδια. Ήθελε να τη βγάζει έξω, να βλέπει τον ήλιο. Έτσι άρχισε σιγά σιγά να τη βγάζει, μετά την εκπομπή πάντα, στο μπαλκόνι, να κάνουν 5 βήματα αγκαλιά, μετά 7, μετά 9, μετά 10 και λίγο πριν χωριστούν, να περπατάνε μόνες τους στο πεζοδρόμιο. Η κυρία Πίτσι, ήταν πολύ χαρούμενη γι αυτό της το κατόρθωμα. Κι εκείνη επίσης. Είχαν αγαπηθεί πολύ και είχε μάθει η μια από την άλλη.  Δυστυχώς έπρεπε να σταματήσουν να βλέπονται, όταν η οικονομική συμφωνία άλλαξε μεταξύ της κόρης της κυρίας Πίτσι και της μητέρας εκείνης. Η μητέρας της, της απαγόρεψε να ξαναπάει στο γηροκομείο.

Η κυρία Πίτσι δεν ήξερε τίποτα από όλο αυτό. Εκείνη, πήγε τελευταία φορά να τη δει και να τη χαιρετήσει νοερά. Δεν της είπε τίποτα. Όλα ήταν όπως κάθε φορά.

Η κυρία Πίτσι όμως ήταν πολύ διορατικός άνθρωπος. Έξυπνη. Τη στιγμή του αποχωρισμού, έβγαλε από τον λαιμό της το χρυσό μενταγιόν με τη νεράιδα που είχε από όταν ήταν κοπέλα και της το φόρεσε με τρεμάμενα χέρια.

Δεν είπαν τίποτα άλλο. Κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα, εκείνη γύρισε την πλάτη και κατέβηκε τις σκάλες. Δεν κοίταξε στο τζάμι να την ξαναδεί. Δεν την ξαναείδε ποτέ.

Το μενταγιόν αυτό ήταν το μόνο που κράτησε στην πορεία της ζωής της, το μόνο που γλίτωσε από τα ενεχυροδανειστήρια, το είχε φυλλαχτό .

Η δεύτερη δουλειά της ήταν σε ένα σαντουιτσάδικο στη Γλυφάδα. Ήταν 17. Δούλεψε το καλοκαίρι, για ένα μήνα. Δεν άντεξε άλλο την κακοποίηση.

Δούλευε 10 ώρες τη μέρα και τους άφηναν διάλειμμα 15 λεπτά για να φάνε τα σάπια σάντουιτς που περίσσευαν.

Πολλές φορές, αναγκαζόταν να δώσει το σάντουιτς σε φίλους της μάνας της γιατί πάντα ξέμεναν από λεφτά. Η μικρή, είχε μεγάλη καρδιά…

Η επόμενη δουλειά που την ξαναέβαλε η μάνα της, ήταν να φροντίσει τα παιδιά μιας οικογένειας στην Κρήτη. Πήγε γιατί δεν είχε αντίλογο. Τη φοβόταν τη μάνα της. Πολύ.

Πήγε στην Κρήτη και φρόντισε δυο παιδιά, έμαθε και να μαγειρεύει! Έκανε και διακοπές ξανά. Δεν είχε πολλά να παραπονεθεί. Γυρνώντας όμως στην Αθήνα, η επόμενη δουλειά, είχε ήδη κλειστεί.

Ξανά σε σπίτι, στη Σαλαμίνα, παρακόρη. Να βοηθάει στις δουλειές και στα παιδιά.

Το σπίτι εκείνο, ήταν χτισμένο πάνω σε βουνό, με μια θέα φανταστική. Η μητέρα των παιδιών ήταν πρώην τσατσά (ναι καλά ακούς), ο πατέρας έμπορος, είχαν 2 παιδιά και μια κοπέλα με σοβαρό αυτισμό που την κράταγαν για να της παίρνουν τη σύνταξη. Η μητέρα των παιδιών, το είχε ρίξει στη ραπτική και το εμπόριο. Από αυτήν ψώνιζε η μάνα της και χρεωνόταν όλο και περισσότερο που στο τέλος δε μπορούσε να την ξεπληρώσει σε λεφτά και αποφάσισε να στείλει εκείνη.

Εκείνη, υπέφερε πολλούς εξευτελισμούς από όλη την οικογένεια και κυρίως από τη μητέρα που την παρενοχλούσε με όποιο τρόπο μπορούσε.

Όταν εκείνη της ζήτησε να φύγει, της είπε πως αυτό δε γίνεται γιατί η συμφωνία με τη μάνα της, είναι συμφωνία.

Έσφιξε τα δόντια και γύρισε στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη, με μια πληγή και ένα μεγάλο μάθημα.

Τα είπε όλα στη μάνα της και μια ώρα μετά, ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει, από τα χαστούκια του πατριού…


Since she was a little girl, she realized that money is very important in the lives of adults.

She remembered her mother’s apathy, the water-boiled lentils, the hours her mother was leaving, to go and make their a living and how they had stayed locked with her brothers in the small apartment in  Patisia.

The father was absent, usually, he was appearing  in that House of Madness in Patissia, to leave some money and to  disappear again, in his own magic stratosphere.

Yes, she was young when she realized the money was necessary.

Later, at about 10, she also realized that stealing is not so bad when you don’t have to eat.  Which she later remembered when in the course of social law, the teacher emphasized Machiavelli’s phrase: Power is fair, when necessary.

So when they realized that father was going on a trip and they were going to be alone, again, without someone to cook, without someone to take care of them, they fell in his pockets when he was sleeping to get some money and have to eat when he was gone. Because back then, they were living with him. Sometimes their mother would come and see them, but he kept pushing her away, but she always used to find a way to send food to the girls. She was very capable and smart.

Her mother suffered from childhood trauma and abuse. Later she contracted the addiction on buying things and much later, that became a disease that tortured her many years and sent her finally  in prison.

Where did I start? Ah, yes. Her mother was very capable. Wherever you would leave her, she’d find a way to stand and survive. That’s how she raised her kids. With instinct.

That’s why all four kids became “steamers” and they managed to build their own lives from zero.

Her first job was caring for an elderly woman, when she was 16  ,  Mrs . Pitsi , who lived in the nursing home where her mother worked at the time.

So Mrs. Pitsi  was a 90-year-old lady with white hair like silk and blue eyes of the ocean. She always had 2 robes that would change, one pink soft and another, violet with flowers on the lapel.

She had come to Athens from Constantinople when she was very young. To marry a wealthy young man and make a big family. She loved listening to music and  that’s why  , when it was time for her favorite music show on TV, she waited for her to come, looking forward, sitting next to balcony door, in front of the TV and constantly staring at the stairs, seeing her   coming.

She was going then, sitting quietly next to her and Mrs  . Pitsi, then, was letting  her head on her shoulder . After this, Mrs Pitsi used to love to tell stories from Constantinople since she was a little girl, and she listened to her like a sponge, with interest and agony for the sequel, the next day and the next and again.

She didn’t like that Mrs. Pitsi was living in this nuthouse  that treated all the old people like garbage. She wanted to take her out, to see the sun. So she slowly started to take her out, after the show always, on the balcony, to take 5 steps, arm by arm, together,  then 7, then 9, then 10 and just before they split up, walking alone on the sidewalk. Mrs . Pitsi was very happy  about  this, so did her. They were loving each other and they have learned allot the one from the other.  Unfortunately they had to stop seeing each other when the economic agreement changed between Mrs . Pitsi ‘s daughter and her mother. Her mother forbade her to go back to the nursing home.

Mrs. Pitsi didn’t know anything about it. She went to see her last. She didn’t say anything. Everything was like every time.

But Mrs. Pitsi  was a very smart woman. At the time of separation, she took the gold medallion out of her neck with the fairy she had since she was a girl and wore it to her with shaky hands.

They didn’t say anything else. They looked for a few seconds and then she turned around and went down the stairs. She didn’t look in the glass to see her again. She never saw her again.

The medallion was one of the few things that lasted during the rest of her life , the only thing that survived the pawnshops-pawnbrokers , it was her guardian angel.

Her second job was at a sandwich shop  in Glyfada. She was 17.Shestayed there for a month only. She couldn’t handle the abuse anymore.

She worked 10 hours a day and they were allowed a 15-minute break to eat the leftover rotten sandwiches.

Many times, she was forced to give the sandwich to her mother’s friends because they always ran out of money.

The next job was chosen by her  mother ,to take care of the children of a family in Crete. She went because she didn’t have a counterword. She was afraid of her mother.

She went to Crete and took care of two children and plus, she learned to cook! She was on holidays again. She didn’t have much to complain about. Returning  in Athens, the next job was already arranged.

Back to a house, to Salamis, for another family. To help with house work and children.

The house was built on a mountain, with a fantastic view. The mother of the children was former “madam”, the Father trader, had 2 children and a girl with serious autism who held her to take her pension. The mother of the children was now running a business making her own cheap couture. Her mother was buying everything from her and was owing  more and more that in the end she couldn’t pay her depths with  money and decided to send her.

She suffered many humiliations from the whole family and mainly from the mother who harassed her in any way she could.

When she asked her to leave, the mother, told her that this is not happening because the deal with her mother is a deal.

She tightened her teeth and returned to Athens in September, with a wound and a big lesson.

She told her mother everything and an hour later, she felt her head spinning, from the slapping of the stepfather…


Φίλες και φίλοι. Έχοντας μια πλούσια σε βιώματα ζωή και από την άλλη ένα ταλέντο σχετικό, στη συγγραφή, θέλησα να ξεκινήσω ένα συγγραφικό εγχείρημα. Μια φορά την εβδομάδα, θα γράφω μια ιστορία που βασίζεται σε προσωπικά βιώματα, κάποιες φορές μπερδεμένη με φανταστικά γεγονότα. Η ηρωίδα μου δεν έχει όνομα, μοιάζει με εμένα, αλλά δεν είναι εγώ.
Μοιραστείτε τις ιστορίες μου αν σας αρέσουν και στείλτε μου τα σχόλιά σας στο info@yotabaron.gr