Studying

En text follows


Είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο και έπρεπε να κατέβει Αθήνα , να βρει σπίτι και να τακτοποιηθεί. Στην αρχή βρήκε μια συγκάτοικο. Πήγε στο Πανεπιστήμιο να δει τα ενοικιαστήρια σπιτιών και βρήκε μια ακόμα κοπέλα που κοίταζε στις ίδιες αγγελίες. Δειλά δειλά τη ρώτησε

– «ψάχνεις κι εσύ για σπίτι με συγκάτοικο?»

-« ναι»

– « Σε ποια σχολή πέρασες?»

– «Διοίκηση και Οικονομία»

Δεν έλεγε και πολλά. Με το τσιγκέλι της τα έβγαζε. Ήταν μια κοπέλα παράξενα όμορφη, με σγουρά βαμμένα καστανά μαλλιά μέχρι τη μέση της πλάτης, σε μια προσεκτικά μοιρασμένη χωρίστρα, με μικρά μάτια, δέρμα σκαμμένο και σώμα αφράτο . Ήταν πολύ ροκ το στυλ της και κάπνιζε πολύ. Σα φουγάρο. Της κέντρισε το ενδιαφέρον η προφορά της και τα μετρημένα λόγια της. Της πρότεινε να πάρουν έναν καφέ στην καντίνα να τα πούνε λίγο.

-« Εγώ δεν ήθελα να περάσω εδώ. Αρχαιολόγος ήθελα να γίνω. Αλλά με αλλάξανε σχολείο στη Δευτέρα Λυκείου και τώρα, αφού πέρασα εδώ, θα σπουδάσω εδώ»

– «Α, κι εγώ τα ίδια μη νομίζεις. Δεν ξέρω καθόλου τι είναι αυτή η σχολή. Απλά επειδή η αδερφή μου σπουδάζει το ίδιο στη Χίο, έτυχε να περάσω κιόλας και εγώ στο ίδιο

ε, και οι γονείς μου είπαν να έρθω Αθήνα μπας και πάρει μεταγραφή η αδερφή μου και μείνουμε μαζί»

– « Έχεις φίλους εδώ?»

– «Όχι μωρέ, μόνη μου. Είχα παρέες εγώ στην Καρδίτσα. Βγαίναμε, πίναμε μέχρι να μας πατήσει το ΚΤΕΛ. Με τα παιδιά άρχισα να καπνίζω. Η μάνα μου ξέρει ότι καπνίζω, ο πατέρας μου όχι»

Την έλεγαν Ζαμπία κ αι  ήταν μια χαρά για συγκάτοικος. Είχε πλάκα. Αποφάσισαν να μείνουν μαζί .

Το πρώτο τους σπίτι ήταν πολύ κοντά στο Πανεπιστήμιο. Ήταν δώμα σε ταράτσα που σταδιακά έγινε δυάρι. Η τουαλέτα ήταν απαράδεκτη, μικρή πολύ, κρύα, αφού ήταν έξω από το σπίτι και με τα υδραυλικά έτοιμα να εκραγούν . Εκεί έμαθε να αλλάζει τα λαστιχάκια στις βρύσες. Είχε μια κουζινούλα με πράσινα ντουλάπια και ένα παραθυράκι αριστερά του νεροχύτη, αλλά έπρεπε να περάσεις από το δωμάτιό της για να μπείς στην κουζίνα. «Δεν πειράζει, είπε, δεν έχω και τίποτα να κρύψω» και δέχτηκε να πάρει εκείνο το δωμάτιο. Ήταν μικρό, με μωσαϊκό και κλεισμένο από τη μια πλευρά με ένα παράθυρο και κολλητά την πόρτα εισόδου στο δωμάτιο. Ήταν όλο τζάμι από τη μια πλευρά και έβαζε κρύο τον χειμώνα.

Το άλλο δωμάτιο ήταν μεγαλύτερο και με ντουλάπα. Μόνο που δεν είχε τόσο φως όσο το δικό της. Δέχτηκαν λοιπόν να μείνουν μαζί και να μοιράζονται τα έξοδα.

Η Ζαμπία άρχισε ένα εξάμηνο νωρίτερα. Αλλά το πρώτο αυτό εξάμηνο, με το ζόρι μαζευότανε στο σπίτι. Γνώρισε παιδιά του εξαμήνου της και που τους έχανες που τους έβρισκες, για τσίπουρα και μπύρες. Ερχόταν σπίτι για να της πεί  τα κατορθώματά της, που ξεκίνησαν για έναν καφέ και κατέληξαν νύχτα να πλακώνονται στα τσίπουρα στην Πειραϊκή. Εκείνη γέλαγε με την καρδιά της.

Δεν είχε ακόμα παρέες. Δεν την πείραζε πολύ. Ήθελε να δουλεύει για να βγάζει τα έξοδά της και να περνάει χρόνο με τον πατέρα της που της ήταν μέχρι τότε, σχεδόν άγνωστος.

Βρήκε λοιπόν μια δουλειά σε εταιρία διανομής φυλλαδίων. Πήγαινε πολύ πρωί στο υπόγειο στην οδό Βοϊβόδα και έπαιρνε το βαρύ σακίδιο με τα φυλλάδια και τον σημαδεμένο χάρτη της περιοχής που έπρεπε να καλύψει. Τότε όλοι χρησιμοποιούσαν τους χάρτες του Φώτη , το βιβλίο, ξέρεις, όλοι το είχανε.

Καμιά φορά πήγαινε μαζί με άλλον, ζευγάρι στη διανομή, άλλες φορές μόνη της. Είχε πάντα όμως την Αλέκα, την επόπτρια να την παρακολουθεί. Ήταν χειμώνας που ξεκίνησε και γι αυτό συνέδεσε αυτή τη δουλειά με το κρύο.

Μέσα σε ένα χρόνο είχε καλύψει σχεδόν όλη την Αθήνα με τα πόδια. Έπαιρνε το λεωφορείο και πήγαινε παντού, μετά άρχιζε το περπάτημα. Καμιά φορά είχε σκύλους που την τρόμαζαν, άλλες φορές περαστικούς που την πείραζαν, αλλά πάντα έβρισκε ανθρώπους να τη ρωτήσουν αν θέλει κάτι, νερό ή κάτι να φάει, έτσι μικροκαμωμένη που ήταν, φορτωμένη με το σακίδιο στην πλάτη.

Φορές φορές σταμάταγε να φάει κάτι. Έπαιρνε τυρόπιτα ή κουλούρι με γάλα. Καθότανε σε κανένα σκαλοπάτι ή σε καμιά πυλωτή και έτρωγε γρήγορα μην έρθει η επόπτρια και τη δει να κάθεται.

Άλλες φορές την έστελναν ζευγάρι με κάποιον άλλο. Αυτόν που θυμόταν χρόνια αργότερα, ήταν ο Ευσέβιος, ένα παλικάρι, χρήστης ηρωίνης, από τη Λάρισα, με σάπια δόντια και μάτια θολά. Πολύ συχνά, μετά βίας περπατούσε και την καθυστερούσε, άσε που ήθελε συνέχεια διάλειμμα. Εκείνη δεν τον μαρτύρησε ποτέ στην «εταιρία» ούτε ποτέ παραπονέθηκε. Τον άκουγε στα παγκάκια που καθόντουσαν να της λέει την ιστορία του, για τους γονείς του, τη μάνα του που την είχε κατακλέψει και τον έδιωξε, τον δρόμο που αναγκαστικά έμενε, την προσπάθειά του να τα αφήσει όλα αυτά πίσω. Κι εκείνη προσπαθούσε να βρει κουβέντες να του πει, να μάθει λεπτομέρειες από το πρόβλημά του, να ρωτήσει για να του βρει βοήθεια. Τον συμπαθούσε αλλά ήταν μεγάλος ψευταράς. Μια περίοδο εξαφανίστηκε από την «εταιρία». Δεν τον έβλεπε πια στις πρωινές συναντήσεις στο υπόγειο. Ρώτησε και της είπαν πως τον βρήκαν κόκκαλο στον δρόμο. Αυτολεξεί, έτσι της το είπανε. Έπαθε σοκ. Όλη μέρα, μοίραζε και σκεφτόταν τον Ευσέβιο.

Το καλοκαίρι που μαρτυρούσε από τη ζέστη, έμπαινε στις αυλές και τα γκαράζ των σπιτιών και άνοιγε τα λάστιχα να πιει νερό και να δροσιστεί.

Αλλά η αγαπημένη της φορά από όσο καιρό έκανε διανομή, ήταν τότε, προεκλογικά που τους πήγανε να μοιράσουνε φυλλάδια του ΠΑΣΟΚ σε ένα ΙΚΑ. Του βάλανε επάνω σε ένα ανοιχτό φορτηγό να κάτσουν απάνω στα φυλλάδια , στον δρόμο κόρναραν τα αμάξια κι εκείνοι έκαναν χάζι την κίνηση και πείραζαν τους οδηγούς. Τους ξεφόρτωσαν σε μια πλατεία με 10 κούτες φυλλάδια, τους είπανε που θα στηθούνε και άρχισαν.  Δυστυχώς, ο περισσότερος κόσμος, τους συνέδεσε με το κόμμα και άλλοι τους έβριζαν και άλλοι τους αγκάλιαζαν. Εκείνη το έβρισκε τρομερά ενδιαφέρον και είχε πάρα πολύ πλάκα κι έτσι πέρασε η βάρδια καταπληκτικά. Άσε που πληρώθηκαν παραπάνω. Στην επιστροφή που ήταν πιο άδειο το φορτηγό και αφού είχαν φάει την κρυάδα με το μοίρασμα, πείραζαν τους οδηγούς από τα άλλα αυτοκίνητα, που ήταν κολλημένοι στην κίνηση, με τον ήλιο ντάλα, να σκάνε, εγκλωβισμένοι στα αμάξια τους, ενώ εκείνοι, ήταν ωραίο, στην καρότσα με τα σορτσάκια. Αμέ.

Έτσι λοιπόν κύλαγαν οι μέρες της. Δουλειά, σπίτι και πατέρας. Ο πατέρας της δεν ήθελε να τη βλέπει να πέφτει πεθαμένη στον καναπέ, τα απογεύματα που πήγαινε να φάει στο σπίτι του, τη μισούσε αυτή τη δουλειά. Αλλά εκείνη δεν καταδέχτηκε ποτέ από κανέναν μέχρι πολύ αργότερα, να πάρει χρήματα, εκτός από περιόδους πολύ δύσκολες. Δεν δεχόταν λοιπόν βοήθειες ιδιαίτερες. Και ο πατέρας την άφηνε γιατί ήξερε πως αυτό είναι μεγάλο μάθημα για εκείνη, αφού εκείνη το διάλεξε και μπορούσε να το αντέξει.

Τα βράδια έπαιρνε το παλιό λεωφορείο από τη Ζήνωνος  και πήγαινε σπίτι της. Είχε προσέξει πως σε αυτό το δρομολόγιο, υπήρχε μόνο μια γυναίκα οδηγός, η οποία πήγαινε εξαιρετικά γρήγορα, σε σημείο που όλοι γλιστρούσαν από τις θέσεις τους και έχαναν την ισορροπία τους, αλλά κανένας δε μίλαγε. Εκείνη, παρακολουθούσε, γελούσε μέσα της με το όλο σκηνικό και κρατιότανε γερά στη θέση της.

Στο σπίτι, της άρεσε να μαγειρεύει πιλάφι με γιαούρτι ή τραχανά, να κάνει μπάνιο, να ανοίγει τον καναπέ-κρεβάτι , να βάζει ένα cd που είχε αγοράσει με συλλογή από τραγούδια της εποχής από τον Μελωδία fm και να ξαπλώνει, να ακούει, να ακούει τα τραγούδια, μέχρι που κοιμόταν… (συνεχίζεται)


She  had past to the university and had to come down to Athens, find a home and get settled. At first she found a roommate.

She went to the university to see the announcements for houses and found another girl who were looking at the same thing. She then asked her

-“Are you looking for a house with a roommate?”

-“Yes”

-“In which department did you pass?”

-“Management and Finance”

She didn’t say much. It was a strangely beautiful girl, with curly dyed brown hair up to the waist of the back,  with small eyes, and white skin. Her style was very black leather and jeans and she was smoking  a lot. Like a chimney. She was intrigued by her pronunciation and her hardly spoken words. She offered to get a coffee in the canteen and have a small chat.

-“I didn’t want to pass here. I wanted to be an archaeologist. But my parents changed me school when I was in high school and now, since I passed here, I’m going to study here. ”

-“Oh, same here. I don’t know what this school is about, at all. Just because my sister is studying the same thing in Chios, I happened for me to pass at the same school and

my parents told me to come to Athens and perhaps then  my sister will be  transferred and we will live together. ”

-“Do you have friends here?”

-“No, I’m on my own. I had many friends  in Karditsa. We were always out, drinking until we drop dead. I started smoking last year. My mother knows , my father doesn’t ”

Her name was Zabia and she was fine for a roommate. She was fun. They decided to stay together.

Their first house was very close to the university. It was a roof terrace that gradually became a two-bedroom apartment. The toilet was unacceptable, small , cold, since it was outside the house and with plumbing ready to explode. That’s where she learned to change the rubber bands in the taps. There was  a kitchenette with green cabinets and a window to the left of the sink, but you had to go through her room to get  into the kitchen. “Never mind, she said, I have nothing to hide” and she agreed to take that room. It was small, with mosaic on the floor and on the one side of the wall, closed with a window and next the entrance door to the room. This part of the wall was all glass and it was cold in the winter.

The other room was bigger and with a wardrobe. Except she didn’t have as much light as hers. So they accepted to stay together and share the expenses.

Zabia  started the semester earlier. This first semester, they were barely getting together at home. Zabia was with her new friends and colleagues  all day, for Tsipouro and beers. She was coming home to tell her about her stories , how they started early in the morning for a coffee and ended up at night with tsipouro to  Pireus. She was laughing like hell.

She didn’t have any friends by then. She didn’t mind. She wanted to work to earn her life and spend time with her father, who was until then, almost a stranger.

So she found a job at a brochure delivery company. She was going to a basement in the city center early in the morning and they were giving her  the heavy backpack with the brochures and the marked map of the area she had to cover.

Sometimes she’d go with someone else, to share large areas, sometimes on her own. But she always had Aleka, her supervisor to watch her. It was winter that started and that ‘s why  she connected this job with the cold.

Within a year she had covered almost all of Athens by foot. She was taking  the bus and going  everywhere, then she had to walk. Sometimes there were dogs scaring her in the yards, sometimes passers-by who were teasing her, but she always was meeting  people asking  her if she wanted something, water or something to eat, seeing how small she and with this backpack on her back.

Sometimes she was stopping to eat something. She loved  cheese pies or a koulouri (bagel) with milk. She was sitting on a stair or in a gate of a building  trying to eat  fast, so supervisor wouldn’t find her sitting.

Some other times she had to work with someone else. The one she still remember  years later was Evsevios, a beautiful guy, heroin addict, from Larissa, with rotten teeth and blurred eyes. Very often, he barely walked and slowed her down and he wanted a break all the time. She was listening to him on the benches, telling her his story, about his parents, his mother who had robbed her and kicked him out, the streets where he had to live, his attempt to leave all that behind. And she was trying to find words to tell him, to learn details about his problem and get him some help. She liked him, but he was a big liar. He then disappeared from the “company”. She didn’t see him in the morning meetings anymore, in the basement. She asked, and they told her that they found him in the street, dead, few days ago. She was in shock. The rest of the day she was working, walking up and down and thinking of her companion Evsevios.

In the summer when she was suffering  from the heat, she was entering  in the yards and the garages of the houses  to drink water and cool down.

But her favorite time, as long as she was working there, was at the time of pre-election, when they brought them to distribute flyers for the PASOK  (political party). They put them  up in an open truck to sit on the flyers and while driving on the street they were looking at  the cars and they were messing with the drivers. They left  them in a square with 10 cartons of flyers and  they told them, where they should stay and give flyers.  Unfortunately, most people connected them with the party and others were cursing them and others were hugging them. She found it terribly interesting, and it was so much fun, so  she really enjoyed her shift. Plus, they were paid more.

That was her routine by then. Work, home and going to see her father. Her father didn’t want to see her fall dead on the couch, the afternoons when she was going to eat at his house, he hated that job. But she never accepted from anyone, to give her money, except on very hard times. And her father knew that  this was a great lesson for her, since she chose it and she could handle it.

At night she was taking the old bus from Zinonos street to go home. She had noticed that on this route, there was only one female driver, which was going extremely fast, to the point that everyone was slipping from their sits and losing their balance, but no one was saying anything. She was watching, enjoying  the whole thing and holding on, tight.

At home, she liked to cook pilaf with yogurt or trahana, to bathe, to open the sofa bed, to put a CD  she had bought with a collection of —-songs of the time from the melody  FM  and to lie, listen, listen to songs, until she was falling asleep… (to be continued )

Φίλες και φίλοι. Έχοντας μια πλούσια σε βιώματα ζωή και από την άλλη ένα ταλέντο σχετικό, στη συγγραφή, θέλησα να ξεκινήσω ένα συγγραφικό εγχείρημα. Μια φορά την εβδομάδα, θα γράφω μια ιστορία που βασίζεται σε προσωπικά βιώματα, κάποιες φορές μπερδεμένη με φανταστικά γεγονότα. Η ηρωίδα μου δεν έχει όνομα, μοιάζει με εμένα, αλλά δεν είναι εγώ.
Μοιραστείτε τις ιστορίες μου αν σας αρέσουν και στείλτε μου τα σχόλιά σας στο info@yotabaron.gr
My friends, I started writting stories based on my personal experiences from life. Me hero has many things in common with me, but she is not me.