Προσπαθούσε να θυμηθεί που κονόμησε αυτήν την ουλή στο δεξί της αυτί.
Την άγγιζε καμιά φορά ασυναίσθητα και ανατρίχιαζε. Εκεί, στο σημείο εκείνο του κροτάφου, που ενώνεται με το αυτί. Μια κάθετη ουλή που διατρέχει κατά μήκος το αυτί και σταματάει στο κότσι.
Όσο και αν προσπαθούσε, δε μπορούσε ποτέ να θυμηθεί.
Είχε να κοιμηθεί 2 εβδομάδες σε κανονικό κρεβάτι, άσε που κοιμόταν ελάχιστα. Έπρεπε βλέπεις να φεύγει τα βράδια από το σπίτι, γιατί η ατμόσφαιρα εκεί της προκαλούσε ασφυξία. Έβαζε το παιδί για ύπνο, το φίλαγε γλυκά και αφού σιγουρευόταν ότι κοιμήθηκε, έμπαινε στο αυτοκίνητο και όπου την έβγαζε ο δρόμος, κοιμόταν.
Ήταν αργά τη νύχτα, ετοιμαζόταν να φύγει, πριν αρχίσει το παραλήρημα ξανά. Έβαλε το χέρι στο πόμολο, να φύγει.
Ένιωσε το χέρι του να την αγκαλιάζει τρυφερά, από πίσω της. Και πάνω που πήγε να μιλήσει όσο πιο γλυκά γινόταν, ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στέρνο της και είδε αίματα. Έβλεπε τη λεπίδα να ανεβοκατεβαίνει στο στέρνο της, ούρλιαξε, άνοιξε την πόρτα και παραπατώντας βρέθηκε στην πόρτα της γειτόνισσας που έντρομη, αλλά με ψυχραιμία, την βοήθησε να σταματήσουν κάπως την αιμορραγία όσο περίμεναν το ασθενοφόρο.
Ξαφνικά άκουσε ψίθυρους. Δεν καταλάβαινε τι λέγανε, αλλά άκουγε έναν άντρα να μιλάει σε μια γυναίκα, μουγκρίζοντας σα ζώο στο τέλος κάθε φράσης. Άκουσε μια γυναίκα να κλαίει.
Δεν έβλεπε. Δεν είχε άλλη αίσθηση πέρα από την ακοή. «Μα που στο καλό ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαζεμένοι στο διαμέρισμα? Και τι θέλουν και ψιθυρίζουν από πάνω μου?» Σκέφτηκε. «Τα παιδιά, μη με δουν τα παιδιά. Πόσο πονάω… Θα πεθάνω νομίζω. Νάτο πάλι το μουγκρητό. Μα τι θέλει ? Γιατρός είναι? Ποιος είναι? Ο Θάνατος? Που με πάνε? Αυτός που είναι? Τον πιάσανε? Το παιδί ! Θα με είδε. Κι αυτή δε σταματάει να κλαίει, μα τι θέλει? Τι να κάνω? Δε μπορώ να αναπνεύσω, ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΩ! Θα πεθάνω»
Την ξύπνησαν τα κλάματά της και τα παρακάλια της κάνοντάς να πεταχτεί όρθια στο κρεβάτι με την καρδιά να τρέμει. Έκανε κρύο στο δωμάτιο, οι άλλοι κοιμόντουσαν. Ακούμπησε τα πόδια στο πάτωμα σιγά σιγά και έτρεξε να δει έξω από το παράθυρο. Την είδε με το ωραίο άσπρο της νυχτικό στο κρύο, να τουρτουρίζει και να σκούζει, να χτυπάει την πόρτα και να φωνάζει «άνοιξε μου, κρυώνω, θα τους ξυπνήσουμε όλους».
Ήταν δεν ήταν 18 χρονώ κορίτσι, όμορφο, αδύνατο, με λεπτό όμορφο πρόσωπο και μεγάλα καστανά μάτια. Εκείνος ήταν τότε 27. Μόλις είχε διοριστεί και την παντρεύτηκε για να κλείσει τα στόματα του κόσμου επειδή όλοι στη γειτονιά τον φώναζαν «αδερφή» και «πούστη» .
Τη γνώρισε από μια αγγελία που είχε δημοσιεύσει για να βρει δουλειά. Εκείνη, θέλοντας πάση θυσία να φύγει από το αποπνικτικό και βίαιο οικογενειακό της περιβάλλον, έψαχνε τρόπους να παντρευτεί και να αποδράσει από το μαρτύριο.
Οπότε είχαν και οι δυο τους λόγους τους γι αυτόν τον γάμο.
Τα στόματα έκλεισαν, αυτός διορίστηκε μετά τον ερχομό του πρώτου παιδιού, ενώ με το δεύτερο, βρέθηκε σε καλύτερη θέση.
Το πάθος όμως φούντωνε, χυνότανε ορμητικό στα όλα του, στα γραπτά του, στον τρόπο που κάπνιζε, στον τρόπο που κοίταζε, σταμάτησε να κοιμάται γιατί κάθε βράδυ το περνούσε έξω από το στρατόπεδο.
Εκείνη δεν είχε ιδέα μέχρι τότε τι είναι «πούστης». Έμαθε όμως και έμαθε να το αποσιωπά και να το υπομένει.
Ένα βράδυ έξω από το στρατόπεδο, βρήκε πάλι θύμα. Το πλησιάζει και του λέει
- Που πας τέτοια ώρα?
- Σπίτι μου πάω
- Θες να σου πάρω ένα τσιμπούκι, εκεί πίσω από τους θάμνους?
- Άσε μας Χριστιανέ μου
- Δε θα κάνεις τίποτα εσύ
- Δεν πάω με πούστηδες
- Και με τι πας?
- Εγώ είμαι αρσενικό. Πάω με γυναίκες
…. Το σκέφτηκε λίγο……
- Δηλαδή αν σου βρω μια γυναίκα τώρα που είναι και νόστιμη, θα την πηδήξεις?
- Τι γυναίκα?
- Συγκατοικώ με κάποια δασκάλα και της αρέσουν ετούτες οι ιστορίες
- Και που είναι?
- Όχι μακριά. Κάνα εικοσάλεπτο με το πόδι. Θα σε πάω σε αυτήν και μπορείς να της κάνεις ό,τι θες. Της αρέσουν όλα. Αλλά με έναν όρο. Θα με αφήσεις μετά να σε τσιμπουκώσω.
- Καλά. Πάμε και βλέπουμε
«Άκου να σου πω, εγώ πληρώνω εδώ μέσα να έχετε όλοι να φάτε και να κοιμάστε. Αν θες να μείνεις με τα μούλικα, θα κάνεις αυτό που λέω. Αλλιώς φύγε τώρα, εξαφανίσου» της ψιθύρισε στο αυτί, τραβώντας της τα μαλλιά.
Την ξύπνησε και την έπιασε απροετοίμαστη. «Με πονάς» του έλεγε κλαίγοντας, προσπαθώντας να ελευθερωθεί, δε μπορώ να το κάνω, ζήτα μου ό,τι άλλο θες, σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό»
Άνοιξε την πόρτα και την πέταξε έξω, έχοντας τον άλλον στην κρεβατοκάμαρα να περιμένει.
Αυτή έκλαιγε σιωπηλά μην την ακούσει η γειτονιά, μην ρεζιλευτούνε, μη μαθευτεί και της πάρουν τα παιδιά… Κι αμα πρέπει να γυρίσει πίσω στο πατρικό???? Ω Θεέ μου. Δε με κατάπινε η γη όταν γεννιόμουνα. Τι έχω κάνει?
Το κοριτσάκι την είδε από το παράθυρο, με το νυχτικό της, να κλαίει στο κρύο. Έτρεξε αμέσως στην κουζίνα και ανέβηκε στο τραπέζι να φτάσει το κλειδί που το βάζανε στο ράφι με τα μπαχαρικά και τα μαχαίρια.
Το τραπέζι αναποδογύρισε, το κοριτσάκι έπεσε και από πάνω του τράβηξε όλα τα γυάλινα βαζάκια και τα μαχαιράκια του ραφιού.
Εκείνη είδε τη σκηνή απέξω και άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπάει την πόρτα, ξύπνησαν τα παιδιά, πήραν να κλαίνε, αυτή χτύπαγε την πόρτα κλαίγοντας «Άνοιξε μου, θα κάνω ό,τι θες. Μόνο να δω το παιδί…. Το παιδί έπεσε, άνοιξέ μου να το δω»
Ο άλλος στην κρεβατοκάμαρα τσιμουδιά. Είχαν καπνίσει μαζί και είχαν ήδη αρχίσει να φτιάχνουν κεφάλι. Σηκώθηκε ο άντρας της και της άνοιξε, ενώ αυτή τον παραμέρισε μαλακά και πήγε στο παιδί που αιμορραγούσε από το δεξί του αυτί.
Καθησύχασε τα παιδιά, τα έβαλε για ύπνο, οι άλλοι στην κρεβατοκάμαρα ξεφάντωναν κιόλας…. Πήρε τη μικρή αγκαλιά κι έτρεξε με τα πόδια στο νοσοκομείο. Ευτυχώς το τραύμα της ήταν εξωτερικό. Τα θραύσματα από τα γυαλιά δεν μπήκαν στο αυτί, αλλά της έσκισαν λίγο εξωτερικά το δέρμα. Με 4 ραμματάκια, σταμάτησε να τρέχει το αίμα και μπορούσαν να πάνε σπίτι.
« Μαμά. Μην πάμε σπίτι. Κάνει κρύο. Ζέστανέ με να κοιμηθώ στην αγκαλίτσα σου» Τη χαίδεψε 4 φορές στο κεφάλι, μέχρι που κοιμήθηκε βαθιά.