Το γράμμα

«…Να έχεις βρει τον άνθρωπο που μαζί του θα περάσεις τις πιο γαμάτες στιγμές, να κλαις από τα γέλια, να κλαις από στεναχώρια, να είσαι εκεί ξημερώματα, νύχτες, να είναι εκεί, να περιμένει, κερί αναμμένο, χρόνια. Να είναι ο δάσκαλός σου, να τον ακούς και να τον θαυμάζεις, να λες , είναι σοφός!, να μαθαίνετε παρέα, να ανοίγετε νέους δρόμους, να μιλάτε, να αγαπιέστε, να εμπιστεύεστε, να χορεύετε, να πέφτετε, να παρηγοριέστε, να παντρεύεστε, να πηγαίνετε στον γάμο και να χορεύετε  χωρίς αύριο, με άλλους φίλους μαζί, τρελοί από χαρά που είναι χαρούμενη, να έρχεται στον γάμο σου και να κλαίει από συγκίνηση, να ξεκινάμε μαζί τα βήματα , σε νερά αχαρτογράφητα, χέρι χέρι, να χτίσετε μαζί , να μάθετε, να ονειρευτείτε, να γίνετε φίλοι. Φίλοι καρδιακοί.  Που όσα και να πεις, όσα και να γράψεις, να είναι λίγα.»

Κάποτε είχε διαβάσει  στο «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» του Έρμαν Έσσε  πως όλη η σύγχρονη κοινωνία είναι χτισμένη επάνω σε βόθρους. Περπατάμε επάνω σε σκατά, εν γνώσει μας, άλλο που κάνουμε ότι δεν το ξέρουμε.

Αποφάσισε να της γράψει ένα γράμμα. Την είχε κάνει την προετοιμασία στο κεφάλι της. Μήνες πια.

« Μου άλλαξες τη ζωή, με βοήθησες σε σημαντικές στιγμές της ζωής μου κι αυτό το τιμάω.

Με έμαθες. Μαζί ανοίξαμε πόρτες. Αλλά δεν είμασταν τίμιες. Είμασταν νεαρές. Δεν βλέπαμε.

Είμασταν σε φασαρία. Δεν ακούγαμε. Μεθύσαμε από τη μουσική.

Δεν είμασταν τίμιες.

Πρέπει να δούμε τι γίνεται  εκεί μέσα…. Τι θα διαλέξεις. Να περπατάς στα σκατά ή στο χώμα του Θεού?»

Η ώρα κοντεύει 3.  Πρέπει να τελειώσει αυτό το γράμμα. Να βρει κουράγιο. Να της το δώσει. Να φύγει από μέσα της.

Διάλεξα το χώμα του Θεού.


Herman Hesse  “Demian”

«Κάθε άνθρωπος δεν είναι απλά ο εαυτός του. Είναι το μοναδικό, συγκεκριμένο, πάντα σημαντικό και αξιόλογο σημείο όπου διασταυρώνονται τα φαινόμενα του κόσμου, με τρόπο ξέχωρο, μοναδικό. Για τούτο, κάθε ιστορία ανθρώπινη είναι σημαντική, αιώνια και ιερή. Για τούτο, κάθε άνθρωπος, ενόσω ζει και εκπληρώνει τη θέληση της φύσης, είναι μια ύπαρξη υπέροχη που της πρέπει υπέρτατη προσοχή. Δεν μπορώ να ονομάσω τον εαυτό μου πολύξερο.  Ήμουν κι ακόμα είμαι ερευνητής, μα δε γυρεύω πια στ’ αστέρια ή στα βιβλία αυτό που ζητώ. Ακούω τους ψίθυρους μες στο αίμα μου. Δεν είναι μια ευχάριστη ιστορία η δική μου, δε διαθέτει τη γλυκιά αρμονία μιας ιστορίας που πλάθουμε με τη φαντασία μας. Όμοια όπως η ζωή όλων των ανθρώπων που σταμάτησαν να εξαπατούν τον εαυτό τους, έτσι κι η δική μου είναι παράλογη μαζί και χαώδης, έχει κάτι από τρέλα μαζί και όνειρα. Κάθε ανθρώπου η ζωή είναι ένας δρόμος μέσα στον εαυτό του, μια προσπάθεια να βρει κάποιο δρόμο, το ίχνος ενός μονοπατιού. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστόσo ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί. Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος από τ’ αυγό ενός αρχέγονου κόσμου. Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι. Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω. Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ρίζες μας είναι κοινές. Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα. Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει το σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του»

 

Photo by José F de Folha / friendship